- σκολοπενδρώδης
- σκολοπενδρ-ώδης, ες,A like a scolopendra, of a hill that throws out a number of spurs ([etym.] πρόποδες), Str.13.1.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκολοπενδρώδης — like a scolopendra masc/fem acc pl (attic epic doric) σκολοπενδρώδης like a scolopendra masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) σκολοπενδρώδης like a scolopendra masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολοπενδρώδης — ῶδες, Α [σκολόπενδρα] 1. αυτός που μοιάζει με σκολόπενδρα, που έχει το σχήμα σκολόπενδρας 2. (για όρος ή λόφο) αυτός που έχει πολλές προεξέχουσες υπώρειες σαν τα πόδια τής σκολόπενδρας («πολλοὺς δ ἔχουσα πρόποδας ἡ Ἴδη καὶ σκολοπενδρώδης... τὸ… … Dictionary of Greek